- πέρα
- ΝΑεπίρρ.1. τοπ. επέκεινα κάποιου τοπικού ορίου, πιο μακριά από κάτι (α. «μένω πέρα από το ποτάμι» β. «Ἀτλαντικών πέρα φεύγειν ὅρών», Ευρ.)2. χρον. α) επέκεινα κάποιου χρονικού ορίου, για περισσότερο καιρό («οὐκέτι πέρα ἐπολιόρκησαν», Ξεν.)β) κατόπιν, μετά, έπειτα από κάτι (α. «πέρα από τα πενήντα» β. «πέρα μεσούσης τῆς ἡμέρας», Ξεν.)3. περισσότερο από κάτι (α. «αυτό που λες είναι πέρα από τη λογική» β. «ἐλπίδος πέρα», Πλούτ.)4. μτφ. (με θετ. ή αρνητ. σημ.) ακόμα πιο πολύ, περισσότερο, επί πλέον ή υπερβολικά («Ζεύς... με λυπήσει πέρα», Αριστοφ.)νεοελλ.1. (ως τοπ.) α) εφεξής («από τον σταθμό και πέρα θα πάμε με το αυτοκίνητο»)β) στο απέναντι μέρος, αντίκρυ («να' χα νεράντζι να' ριχνα στο πέρα παραθύρι», δημ. τραγούδι)γ) με άλλα τοπικά επιρρήματα χρησιμοποιείται για να δηλώσει κατεύθυνση ή απόσταση μακρινή ή να επιτείνει τη σημασία ενός άλλου επιρρήματος, όπως λ.χ. στις φρ. ίσα πέρα και ισαπέρα και σαπέρα, εκεί πέρα και εκειπέρα και κει πέρα, εδώ πέρα και δωπέρα και εδωπέρα, αυτού πέρα (α. «κοίταξε κει πέρα και θα τόν δεις»β) «το αυτοκίνητο μου βρίσκεται ίσα πέρα» γ. «θα πάω εκεί πέρα» δ. «έλα δωπέρα» ε. «κάθισε αυτού πέρα και μη μιλάς καθόλου»)2. φρ. α) «πέρα βρέχει»μτφ. λέγεται γι' αυτόν που αποφεύγει να απαντήσει σε κάτι ή γι' αυτόν που αδιαφορεί εντελώς για κάτιβ) «πέρα δῶθε» — μία προς τη μια κατεύθυνση και μία προς την άλλη, παλινδρομικώςγ) «πέραπέρα» ή «πέρα για πέρα» ή «πέρα και πέρα»i) (με τοπ. σημ.) από τη μια άκρη ώς την άλλη ή από την αρχή ώς το τέλοςii) (με χρον. σημ.) όλο τον χρόνοiii) (με μτφ. σημ.) εντελώς («άναψε ο καβγάς πέρα για πέρα»)δ) «τά βγάζω πέρα» — κατορθώνω να φέρω σε αίσιο πέρας ένα δύσκολο έργο που ανέλαβαδ) «δεν τά βγάζω πέρα» — δεν έχω αναγκαίους, επαρκείς πόρους για να ζήσωαρχ.1. (ως συγκριτ. οπότε και ακολουθείται από το ἤ) πιο πολύ παρά, πιο πολύ από2. πάνω από, υπεράνω («τῶν ἐμῶν ἐθχρών μ' ἔνερθεν ὄντ' ἀνέστησας πέρα», Σοφ.)3. (με αρθρ. ουδ. ως ουσ.) τὸ πέρατο επί πλέον.[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. πέρα έχει προέλθει από αρχ. οργανική πτώση ενός προσηγορικού πέρα ενώ ο παρλλ. τ. πέραν από την αττ. πτώση του ίδιου ονόματος, το οποίο ανάγεται στον ΙΕ τ. *per (βλ. λ. παρ-ά, περί) και συνδέεται με: αρχ. ινδ. parā, αβεστ. para και αρχ. περσ. para- «απ' την άλλη πλευρά, πέρα». Στην ίδια οικογένεια ανήκουν και τα: πέρ-νημι*, πείρω*, πέρας*. Τα παράγωγα τού επιρρ. πέρα έχουν τη σημ. «πέρασμα», συχνότερα διά μέσου θαλάσσης, σε ορισμένα όμως φαίνεται η επίδραση τών πέρας / περαίνω (πρβλ. περαιώ[νω] «περαίνω, αποπερατώνω»)].
Dictionary of Greek. 2013.